- αλληγοριστής
- ο (Μ ἀλληγοριστής)παράλληλος τύπος τής λέξης αλληγορητής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληγορητής — και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) [ἀλληγορῶ] αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά … Dictionary of Greek
αλληγορώ — ἀλληγορῶ ( έω) (ΑΜ) 1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο 2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος. ΠΑΡ. ἀλληγόρημα,… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek
АНАСТАСИЙ АЛЛЕГОРИСТ — [греч. ̓Αναστάσιος ὁ ̓Αλληγοριστής], греч. писатель и богослов 2 й пол. IX в. Его личность установил С. Саккос, выделивший принадлежащие ему труды из большой группы сочинений, авторы к рых носили имя Анастасий. Род., вероятно, на Кипре. Был… … Православная энциклопедия